κυνοκεφαλοειδὴς

κυνοκεφαλοειδὴς
κῠνο-κεφᾰλοειδὴς πίθηκος, ,
A = κυνοκέφαλος 2, Gal.2.534.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • κυνοκεφαλοειδής — κυνοκεφαλοειδής, ές (Α) φρ. «κυνοκεφαλοειδής πίθηκος» αυτός που μοιάζει με τον κυνοκέφαλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κυνοκέφαλος + ειδής (< εἶδος)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”